Μυωπία ονομάζεται η αδυναμία του οφθαλμού να εστιάσει σε μακρινές αποστάσεις και οφείλεται σε ανατομική ιδιομορφία του οφθαλμικού βολβού. Ο μύωπας ασθενής βλέπει θαμπά μακριά, αλλά κοντά βλέπει πολύ καλά χωρίς γυαλιά. Μυωπία μπορεί να προκληθεί και από συνυπάρχουσες παθήσεις του ματιού, όπως π.χ. ο καταρράκτης, ή ακόμα και ιατρογενώς όπως π.χ. μετά από επέμβαση κατρράκτη, ή μετά από Laser. Η μυωπία αυξάνεται συνήθως μέχρι την ηλικία των 18-20 ετών και στην συνέχεια παραμένει σχετικά σταθερή με μικρές αυξομειώσεις. Εξαίρεση αποτελεί η λεγόμενη κακοήθης μυωπία στην οποία η αύξηση συνεχίζεται και μετά τα 20 έτη. Η μυωπία μετριέται με βαθμούς που ονομάζονται αρνητικές (-) διοπτρίες.
Υπερμετρωπία ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία ο οφθαλμός καταβάλει προσπάθεια για να εστιάσει τόσο μακριά όσο και κοντά, και οφείλεται σε ανατομική ιδιομορφία του οφθαλμικού βολβού. Αυτή η προσπάθεια εστίασης στις μικρές ηλικίες γίνεται αυτόματα χωρίς να προκαλεί κάποια συμπτώματα. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι εφικτό οπότε προκαλούνται παρενέργειες όπως π.χ. πονοκέφαλος, εύκολη κόπωση, στραβισμός ή αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι). Διακρίνεται σε έκδηλη και υποκλινική ή λανθάνουσα. Η υπερμετρωπία γίνεται περισσότερο έκδηλη όσο αυξάνεται η ηλικία, και μάλιστα προκαλεί πρώιμη εμφάνιση της πρεσβυωπίας. Υπερμετρωπία μπορεί να προκληθεί και από έναν εξελισσόμενο καταρράκτη ή ιατρογενώς μετά από επέμβαση καταρράκτη ή μετά από Laser. Μετριέται με βαθμούς που ονομάζονται θετικές (+) διοπτρίες.
Ο αστιγματισμός εκδηλώνεται με παραμόρφωση της εικόνας στην οποία εστιάζει ο οφθαλμός, και αφορά τόσο στην κοντινή όσο και στην μακρινή απόσταση. Οφείλεται σε ανατομική ιδιομορφία του κερατοειδή ή του φακού. Διακρίνεται σε ομαλό που είναι σταθερός, και σε ανώμαλο που μπορεί να μεταβάλλεται ηλικιακά. Είναι μία κατάσταση την οποία ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να «βελτιώσει» σε κάποιον βαθμό γι’ αυτό και πολλοί ασθενείς με αστιγματισμό δεν έχουν φορέσει ποτέ γυαλιά. Ωστόσο ο μη διορθωμένος αστιγματισμός σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες επιπτώσεις όπως πονοκέφαλος, εύκολη κόπωση, διπλωπία, ζάλη ή ακόμα και σε αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι). Αστιγματισμός μπορεί να προκληθεί από έναν εξελισσόμενο καταρράκτη αλλά και ιατρογενώς μετά από κάποια οφθαλμολογική επέμβαση. Μετριέται με βαθμούς που ονομάζονται διοπτρίες (θετικές ή αρνητικές) και προσδιορίζεται από την γωνία ή τον άξονα που υπολογίζεται σε μοίρες.
Πρεσβυωπία ονομάζεται η αδυναμία εστίασης σε αποστάσεις μικρότερες των 60-70 εκατοστών. Επέρχεται σταδιακά σε ηλικίες συνήθως άνω των 40 ετών, νωρίτερα στους υπερμέτρωπες και αργότερα στους μύωπες. Οφείλεται στην ηλικιακή σκλήρυνση του φακού του ματιού με αποτέλεσμα ο φακός να χάνει την ελαστικότητά του που είναι απαραίτητη για την προσαρμογή σε κοντινή απόσταση. Προκαλείται και ιατρογενώς μετά από επέμβαση αλλαγής φακού όπως πχ. στον καταρράκτη. Μετριέται σε βαθμούς που ονομάζονται θετικές (+) διοπτρίες.
Πρόκειται κατά κανόνα για μία ηλικιακή πάθηση κατά την οποίαν ο φακός του ματιού χάνει σταδιακά την διαύγεια του και αρχίζει να θαμπώνει. Ο ρυθμός με τον οποίον εξελίσσεται ο καταρράκτης διαφέρει από άτομο σε άτομο, οπότε διαφέρει αντίστοιχα και η ηλικία εμφάνισης των συμπτωμάτων, που συνήθως είναι θάμβος όρασης, φωτοφοβία, διπλωπία και αλλοιωμένη αντίληψη χρωμάτων. Στα αρχικά στάδια μπορεί να παρατηρηθεί απλά μία αλλαγή στους βαθμούς των γυαλιών. Ο καταρράκτης μπορεί να παρουσιάζει διαφορετικό βαθμό εξέλιξης σε κάθε οφθαλμό.
Εκτός από τον ηλικιακό υπάρχουν και οι εξής τύποι καταρράκτη: συγγενής (εμφανίζεται από την γέννηση), τραυματικός (επέρχεται μετά από οξύ ή αμβλύ τραυματισμό του βολβού), παθολογικός (μεταβολικά νοσήματα και χρόνιες φλεγμονές του ματιού), φαρμακογενής (έντονη χρήση κορτιζόνης), ιατρογενής (μετά από προηγηθείσα οφθαλμολογική επέμβαση) και μετά από υπερβολική έκθεση σε ακτινοβολία.
Με τον όρο γλαύκωμα ορίζουμε την βλάβη του οπτικού νεύρου που οφείλεται σε αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση. Η ενδοφθάλμια πίεση δημιουργείται από την ποσότητα του υγρού που βρίσκεται στο εσωτερικό του βολβού και το οποίο βρίσκεται σε μία διαρκή ανακύκλωση, δηλαδή παράγεται διαρκώς και στην συνέχεια αποχετεύεται ώστε να διατηρείται σε μία ιδανική ισορροπία. Αν για κάποιον λόγο η αποχέτευση περιοριστεί τότε το υγρό που παράγεται είναι περισσότερο από αυτό που αποχετεύεται οπότε αυξάνεται η πίεσή του. Η πίεση αυτή ασκείται στο τοίχωμα του βολβού και επειδή το οπτικό νεύρο είναι η πιο ευένδοτη περιοχή του τοιχώματος, προκαλείται βλάβη και σταδιακή ατροφία του νεύρου. Η βλάβη του οπτικού νεύρου προκαλεί βαθμιαία απώλεια του οπτικού πεδίου από την περιφέρεια προς το κέντρο η οποία είναι μη αναστρέψιμη, γι’ αυτό και στα τελικά στάδια η πάθηση αυτή προκαλεί τύφλωση. Στα αρχικά στάδια η απώλεια του οπτικού πεδίου δεν γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή, γι’ αυτό και το γλαύκωμα χαρακτηρίζεται «ύπουλη νόσος».
Το γλαύκωμα οφείλεται συνήθως σε ανατομική ιδιομορφία του ματιού και έχει κληρονομικό χαρακτήρα. Ωστόσο μπορεί να προκληθεί και από άλλες αιτίες όπως το συγγενές γλαύκωμα που εμφανίζεται από την γέννηση, το μετεγχειρητικό γλαύκωμα που αποτελεί επιπλοκή προηγηθείσας οφθαλμολογικής επέμβασης, το φαρμακευτικό γλαύκωμα μετά από έντονη χρήση κορτιζόνης, το μετατραυματικό γλαύκωμα, το φλεγμονώδες γλαύκωμα μετά από χρόνιες φλεγμονές του ματιού και το νεοαγγειακό γλαύκωμα μετά από ισχαιμικές διαταραχές του ματιού.
Η εξωτερική επιφάνεια του ματιού πρέπει να διαβρέχεται διαρκώς από τα δάκρυα. Όταν το επίπεδο αυτής της υγρασίας δεν είναι επαρκές, τότε μιλάμε για ξηροφθαλμία. Υπάρχουν διαβαθμίσεις ξηροφθαλμίας, από την ήπια μέχρι την πολύ σοβαρή. Τα αίτια είναι συνήθως εξωγενή και οφείλονται στις συνθήκες του περιβάλλοντος (κλιματισμός, ξηρή ατμόσφαιρα, αέρας, σκόνη, καπνός), σε υπερβολική οπτική δραστηριότητα (υπολογιστής, τηλεόραση, διάβασμα) και σε υπερβολική χρήση φακών επαφής. Ωστόσο η ξηροφθαλμία αποτελεί σύμπτωμα και κάποιων συστηματικών παθήσεων όπως οι θυρεοειδοπάθειες και τα ρευματικά ή αυτοάνοσα νοσήματα (πχ. σύνδρομο Sjogren, ρευματοειδής αρθρίτιδα), ενώ στις γυναίκες εμφανίζεται πολύ συχνά την περίοδο της εμμηνόπαυσης. Ξηροφθαλμία μπορεί να εμφανιστεί τους πρώτους μήνες μετά από διαθλαστική επέμβαση με Laser ενώ πολύ συχνά συνδυάζεται με βλεφαρίτιδα.
Έτσι ονομάζεται οποιαδήποτε φλεγμονή της εξωτερικής μεμβράνης που καλύπτει τον βολβό δηλαδή του επιπεφυκότα. Μπορεί να οφείλεται σε ξηροφθαλμία, χρήση φακών επαφής, αλλεργική αντίδραση, μικροβιακή ή ιογενή λοίμωξη, βλεφαρίτιδα (βλεφαροεπιπεφυκίτιδα), τοξική επίδραση από χημικούς παράγοντες ή ακτινοβολία, και σε φλεγμονές του κερατοειδή (κερατίτιδα, κερατοεπιπεφυκίτιδα) ή του σκληρού χιτώνα (σκληρίτιδα, επισκληρίτιδα). Εκτός από την ερυθρότητα μπορεί να συνοδεύεται και από δακρύρροια, βλεννώδεις ή πυώδεις εκκρίσεις, κνησμό, οίδημα βλεφάρων και θάμβος όρασης. Ο πόνος συνήθως είναι ήπιος ενώ σε έντονο πόνο υποπτευόμαστε σκληρίτιδα ή επισκληρίτιδα, καταστάσεις που μπορεί να συσχετίζονται με νοσήματα του κολλαγόνου όπως π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, οπότε η πορεία και η αντιμετώπισή τους διαφέρει από αυτές της επιπεφυκίτιδας. Ανάλογα με την αιτιολογία τους κάποιες από τις επιπεφυκίτιδες είναι μεταδοτικές (π.χ. ιογενείς), οπότε απαιτούνται ειδικά μέτρα προφύλαξης. Η διάρκειά τους είναι συνήθως ολιγοήμερη (οξεία επιπεφυκίτιδα), αλλά μπορεί να εξελιχθεί και σε χρόνια μορφή οπότε χρειάζεται να διερευνηθεί εργαστηριακά με καλλιέργεια επιχρίσματος ή πιθανώς κυτταρολογική εξέταση.
Πρόκειται για ήπια φλεγμονή του χείλους των βλεφάρων, η οποία συνοδεύεται από ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος, ξηροφθαλμία, παραγωγή μικροσκοπικών λευκωπών λεπιών και ενίοτε απόπτωση βλεφαρίδων. Είναι μία χρόνια κατάσταση που προκαλείται συνήθως από δυσλειτουργία των σμηγματογόνων αδένων που καταλήγουν στα βλεφαρικά χείλη (μεϊβομιανίτιδα) σε συνδυασμό με την παρουσία ενός παρασίτου που είναι πολύ συχνά εγκατεστημένο στους θύλακες των βλεφαρίδων (Demodex). Η βλεφαρίτιδα παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις και πρακτικά δεν εξαφανίζεται ποτέ πλήρως. Ενίοτε συνδυάζεται με επιπεφυκίτιδα (βλεφαροεπιπεφυκίτιδα).
Έτσι ονομάζεται οποιαδήποτε φλεγμονώδης κατάσταση του κερατοειδή, και οφείλεται τόσο σε λοιμώδεις όσο και σε μη λοιμώδεις παράγοντες. Οι λοιμώδεις παράγοντες είναι μικροβιακοί, ιογενείς ή μυκητιασικοί, ενώ οι μη λοιμώδεις οφείλονται σε ξηροφθαλμία, τοξική ή χημική επίδραση, παρουσία ξένου σώματος, υπερβολική έκθεση σε ακτινοβολία, αλλεργική αντίδραση και σε συστηματικές παθήσεις (π.χ. νοσήματα του κολλαγόνου, αυτοάνοσα νοσήματα). Η υπερβολική χρήση φακών επαφής είναι μία αιτία που μπορεί να προκαλέσει και τους δύο τύπους κερατίτιδας που προαναφέρθηκαν.
Ανάλογα με την αιτία οι κερατίτιδες συνοδεύονται από δακρύρροια, βλεννώδεις ή πυώδεις εκκρίσεις, πόνο, αίσθηση ξένου σώματος, έντονη ερυθρότητα του επιπεφυκότα, φωτοφοβία, θόλωση όρασης, και αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά μπορεί να οδηγήσουν σε τήξη και διάτρηση του κερατοειδή με αποτέλεσμα την γενικότερη φλεγμονή του βολβού (ενδοφθαλμίτιδα) η οποία μπορεί να απειλήσει ακόμα και την ίδια την όραση.
Έτσι ονομάζεται η φλεγμονή του δακρυϊκού ασκού δηλαδή μίας διεύρυνσης του δακρυϊκού σωληναρίου, μέσα από το οποίο διοχετεύονται τα δάκρυα από την οφθαλμική επιφάνεια στο εσωτερικό της ρινικής κοιλότητας. Σε περίπτωση στένωσης ή απόφραξης του δακρυϊκού σωληναρίου τα δάκρυα δεν παροχετεύονται σωστά και επιμολύνονται από κοινά μικρόβια (π.χ. σταφυλόκοκκο) τα οποία προκαλούν τοπική λοιμώδη φλεγμονή. Συνοδεύεται από τοπική ευαισθησία, πόνο, οίδημα, πυώδεις εκκρίσεις και δακρύρροια.
Στην πραγματικότητα η δακρύρροια δεν αποτελεί πάθηση αλλά σύμπτωμα. Ωστόσο επειδή πολλοί ασθενείς παραπονούνται συχνά για δάκρυσμα, είναι σκόπιμο να πούμε ότι η δακρύρροια αποτελεί την εκδήλωση πολλών παθολογικών καταστάσεων του ματιού, οι οποίες αναφέρονται αναλυτικότερα στην ενότητα των συμπτωμάτων (από το σύμπτωμα στην διάγνωση).
Και τα δύο αποτελούν τοπικές φλεγμονώδεις διογκώσεις των βλεφάρων οι οποίες συχνά συγχέονται από τους ασθενείς. Οι διαφορές τους είναι οι εξής: το χαλάζιο είναι μία μικρή άσηπτη σμηγματογόνος κύστη που εντοπίζεται συνήθως σε κεντρικότερα σημεία του βλεφάρου ενώ η κριθή (ή κριθαράκι) είναι ένα μικρό απόστημα που εντοπίζεται στο θύλακο της βλεφαρίδας δηλαδή στο βλεφαρικό χείλος. Το χαλάζιο είναι ανώδυνο ενώ η κριθή αρκετά επώδυνη. Εξαίρεση αποτελεί το φλεγμαίνον χαλάζιο το οποίο μπορεί να έχει επιμολυνθεί και να προκαλεί έντονη φλεγμονή και οίδημα στο βλέφαρο. Το χαλάζιο προέρχεται συνήθως από δυσλειτουργία των σμηγματογόνων αδένων των βλεφάρων ή από συνυπάρχουσα βλεφαρίτιδα, ενώ η κριθή οφείλεται σε μικροβιακή φλεγμονή (σταφυλόκοκκικη) στους θυλάκους των βλεφαρίδων.
Βλεφαρόπτωση ονομάζεται η παθολογική θέση του άνω βλεφάρου κατά την οποία καλύπτεται μεγαλύτερο τμήμα του βολβού από το φυσιολογικό, και οφείλεται στην αδυναμία του υπεύθυνου μυός (ανελκτήρα) να κρατήσει το βλέφαρο ψηλότερα. Δεν πρέπει να συγχέεται με την ψευδοπτώση στην οποία η λειτουργία του βλεφάρου είναι φυσιολογική αλλά λόγω ιδιάζουσας ανατομικής διάπλασης του κόγχου και του υπερκείμενου δέρματος ή λόγω οπίσθιας μετατόπισης του βολβού (ενόφθαλμος), υπάρχει η αίσθηση της βλεφαρόπτωσης.
Η βλεφαρόπτωση μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Η συγγενής εκδηλώνεται από την γέννηση και οφείλεται σε ατελή διάπλαση του ανελκτήρα μυός ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ανόρθωση του άνω βλεφάρου, ενώ η επίκτητη προκαλείται από διάφορες αιτίες όπως νευρογενείς (π.χ. οφθαλμοπληγία), μυογενείς (π.χ. μυασθένεια), μηχανικές (π.χ. όγκοι) και ιατρογενείς (μετά από οφθαλμολογική επέμβαση).
Έτσι ονομάζεται η ακούσια σύσπαση των βλεφαρικών μυών, με αποτέλεσμα την συνεχή σύγκλειση των βλεφάρων. Μπορεί να είναι μονόπλευρος ή αμφοτερόπλευρος, με διάφορες διαβαθμίσεις σε ένταση. Η αιτία είναι άγνωστη (ιδιοπαθής βλεφαρόσπασμος). Δεν πρέπει να συγχέεται με την μυοκυμία που είναι ένας καλοήθης ήπιος διαλείπων σπασμός του άνω ή του κάτω βλεφάρου που υποχωρεί αυτόματα μετά από ημέρες ή μήνες.
Εντρόπιο ονομάζεται η οπίσθια αναδίπλωση του κάτω βλεφαρικού χείλους, με αποτέλεσμα την είσοδο των βλεφαρίδων στην κάτω βλεφαρική κοιλότητα. Αυτό προκαλεί συνεχή τριβή των βλεφαρίδων με τον οφθαλμικό βολβό και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τοπική φλεγμονή με επακόλουθες επιπλοκές. Οι αιτίες του εντρόπιου είναι συνήθως ηλικιακή εκφύλιση, ουλώδεις εκφυλίσεις, ακούσιος τοπικός σπασμός και σπάνια ιατρογενείς (προηγηθέν χειρουργείο).
Στο εκτρόπιο το κάτω βλεφαρικό χείλος αναδιπλώνεται προς τα έξω δίνοντας την αίσθηση ότι το βλέφαρο «κρέμεται». Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην υπάρχει πλήρης σύγκλειση των δύο βλεφάρων και να μένει εκτεθειμένο ένα μέρος του βολβού με κίνδυνο χρόνιας ξηροφθαλμίας και τοπικών φλεγμονών. Οι αιτίες του εκτρόπιου είναι συνήθως ηλικιακή εκφύλιση και χαλάρωση των τοπικών μυών και συνδέσμων, ουλώδεις εκφυλίσεις, πάρεση του υπεύθυνου νεύρου και σπάνια ιατρογενείς.
Πρόκειται για μία ειδική περίπτωση εκτρόπιου που προκαλείται από την πάρεση του 7ου εγκεφαλικού νεύρου (προσωπικό νεύρο) που είναι υπεύθυνο μεταξύ άλλων και για την σύσπαση των βλεφαρικών μυών. Σε αυτήν την περίπτωση συνυπάρχει και παραλυτική πτώση του άνω βλεφάρου με αποτέλεσμα γενικότερη αδυναμία σύγκλεισης των βλεφάρων οπότε τα βλέφαρα μένουν μόνιμα ανοικτά και ο βολβός εκτεθειμένος, με επακόλουθες φλεγμονώδεις επιπλοκές από την χρόνια ξηροφθαλμία. Οι αιτίες της πάρεσης είναι αγγειακές ή εγκεφαλικές διαταραχές, ιογενείς λοιμώξεις, τραυματισμοί, όγκοι και ιατρογενείς (μετεγχειρητικές).
Οποιαδήποτε απόκλιση από την παράλληλη και ταυτόχρονη κίνηση των οφθαλμικών βολβών προς την ίδια κατεύθυνση και εστίαση, ονομάζεται στραβισμός. Εξαίρεση αποτελεί η εστίαση σε κοντινή απόσταση κατά την οποία οι οφθαλμοί κινούνται αντίθετα (προς την πλευρά της μύτης) συγκλίνοντας στο ίδιο σημείο. Οι αιτίες του στραβισμού διακρίνονται σε συγγενείς και επίκτητες. Ο συγγενής στραβισμός οφείλεται σε νευρολογικές διαταραχές διάπλασης της νεύρωσης των εξοφθάλμιων μυών ή σε διαταραχές του μηχανισμού προσαρμογής, και είναι εμφανής αμέσως μετά την γέννηση ή τους πρώτους μήνες μετά. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον ψευδοστραβισμό στον οποίον υπάρχει πλασματική αίσθηση στραβισμού λόγω πλατιάς βάσης της μύτης του παιδιού. Βασική επιπλοκή του συγγενούς στραβισμού αν δεν αντιμετωπιστεί είναι η αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι). Ο επίκτητος στραβισμός μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και το βασικό του σύμπτωμα είναι η διόφθαλμη διπλωπία. Οφείλεται σε νευρολογικές διαταραχές (αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, όγκοι, απομυελινωτικές νόσοι, διαβήτης), μυογενείς διαταραχές (βαριά μυασθένεια, θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια), διαταραχές του οφθαλμικού κόγχου (ανευρύσματα, όγκοι, κατάγματα) και η τύφλωση του ενός οφθαλμού.
Ο οφθαλμικός κόγχος περιέχει εκτός από τον οφθαλμικό βολβό και πλήθος άλλων ανατομικών στοιχείων όπως μύες, αγγεία, νεύρα και λίπος. Οποιαδήποτε διαταραχή αυτών των ανατομικών στοιχείων μπορεί να προκαλέσει οφθαλμικά συμπτώματα για τα οποία η διάγνωση απαιτεί συνήθως την διερεύνηση του κόγχου με μαγνητική τομογραφία. Τα συνηθέστερα νοσήματα του κόγχου είναι θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, ανευρύσματα, όγκοι και πιο σπάνια κυτταρίτιδα δηλαδή φλεγμονή του ενδοκογχικού λίπους.
Συνήθως με τον όρο αυτόν αναφερόμαστε σε φλεγμονές της ίριδας. Ωστόσο η ίριδα αποτελεί μέρος ενός ανατομικού στοιχείου του βολβού που λέγεται ραγοειδής χιτώνας, ο οποίος επεκτείνεται σε όλη την έκταση του βολβικού τοιχώματος, οπότε όταν αναφερόμαστε σε φλεγμονές αυτού του χιτώνα χρησιμοποιούμε γενικά τον όρο ραγοειδίτιδα. Ανάλογα με την εντόπισή τους μέσα στον βολβό οι ραγοειδίτιδες διακρίνονται σε πρόσθιες (που λέγονται και ιριδοκυκλίτιδες), σε διάμεσες και σε οπίσθιες. Συνήθως συνδυάζονται με συστηματικές παθήσεις (νοσήματα κολλαγόνου, αυτοάνοσα νοσήματα κ.ά.) ή οφείλονται σε λοιμώξεις (μικροβιακές, ιογενείς, μυκητιασικές) και σε μετεγχειρητικές επιπλοκές, ενώ ένας μεγάλος αριθμός ιριδοκυκλίτιδων είναι αγνώστου αιτιολογίας. Η συμπτωματολογία μπορεί να περιλαμβάνει μείωση όρασης, άλγος, φωτοφοβία, ερυθρότητα και δακρύρροια ενώ η χρονιότητα της νόσου μπορεί να επιφέρει επιπλοκές όπως καταρράκτη και γλαύκωμα. Η διάγνωση συχνά είναι δύσκολη και απαιτεί λεπτομερή κλινική έλεγχο και εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις.
Η ωχρά κηλίδα αποτελεί το κεντρικό σημείο του βυθού στο οποίο αποτυπώνεται η εικόνα που βλέπουμε. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε βλάβη της ωχράς κηλίδας επιφέρει άμεσα διαταραχή στην όραση, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από απλή παραμόρφωση της εικόνας (παραμορφοψία), μέχρι πλήρη αδυναμία αντίληψης των λεπτομερειών μίας εικόνας. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι ότι αφορά αποκλειστικά την κεντρική περιοχή του οπτικού πεδίου ενώ η περιφερική όραση δεν επηρεάζεται. Οι συνηθέστερες παθήσεις της ωχράς κηλίδας είναι: επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη, ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας, οπή ωχράς κηλίδας και κυστικό οίδημα.
Αποτελεί επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη, που οφείλεται σε μικροαγγειοπάθεια του αμφιβληστροειδή με αποτέλεσμα την δημιουργία κυκλοφορικών διαταραχών (οιδήματα, ισχαιμίες, αιμορραγίες). Στα πρώτα στάδια η νόσος δεν προκαλεί συμπτώματα, γι’ αυτό και απαιτείται τακτικός προληπτικός έλεγχος των διαβητικών ασθενών τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Στα επόμενα στάδια ο ασθενής παρουσιάζει από μέτρια έως σημαντικού βαθμού μείωση της όρασης ανάλογα με την βαρύτητα και την εντόπιση των αλλοιώσεων. Η πρώιμη διάγνωση και θεραπεία επιφέρει πολύ καλά αποτελέσματα στην πορεία της νόσου, η οποία πριν από μία δεκαπενταετία αποτελούσε την δεύτερη συχνότερη αιτία τύφλωσης παγκοσμίως.
Πρόκειται για μία εκφυλιστική κατάσταση του υαλοειδούς δηλαδή του ζελατινώδους υγρού που γεμίζει την οπίσθια κοιλότητα του βυθού του οφθαλμού. Αυτό το υγρό περιβάλλεται από μία λεπτή μεμβράνη (υαλοειδική) η οποία εφάπτεται στην εσωτερική επιφάνεια του βολβού, και έρχεται σε πλήρη επαφή με τον αμφιβληστροειδή. Για διάφορους λόγους (ηλικία, υψηλή μυωπία, χειρουργείο καταρράκτη, τραυματισμοί κ.ά.) αυτή η μεμβράνη αποκολλάται από τον αμφιβληστροειδή προκαλώντας κάποιες φορές την αίσθηση στιγμιαίων λάμψεων και μικρών μετακινούμενων σκιών (μυοψίες). Είναι μία καλοήθης κατάσταση που όμως (σπάνια) μπορεί να προκαλέσει την δημιουργία ρωγμών ή ακόμη και αποκόλλησης αμφιβληστροειδή, που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.
Είναι από τις πιο επείγουσες καταστάσεις του οφθαλμού με άμεσο κίνδυνο για την όραση. Οφείλεται στην εισροή υγρού πίσω από την μεμβράνη του αμφιβληστροειδή, με αποτέλεσμα αυτός να χάσει την πλήρη επαφή του με το υποκείμενο τοίχωμα του βολβού και να σταματήσει να λειτουργεί. Στην ηπιότερη μορφή της η κατάσταση αυτή προκαλεί αίσθηση λάμψεων και μυοψιών και στην πιο σοβαρή, απώλεια τμήματος ή ολόκληρου του οπτικού πεδίου. Η αποκατάσταση γίνεται μόνο χειρουργικά και επειδή η αποκόλληση είναι εξελισσόμενη κατάσταση, το αποτέλεσμα της επέμβασης έχει άμεση σχέση με τον χρόνο που έχει προηγηθεί και με την πιθανή συμμετοχή της ωχράς κηλίδας στην αποκόλληση.
Πρόκειται για παρόμοιες αλλοιώσεις στις οποίες ο αμφιβληστροειδής χάνει την στεγανότητά του με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος της εισροής υγρού μέσα από την ρωγμή ή την οπή, στον χώρο που βρίσκεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή και ως εκ τούτου την πρόκληση αποκόλλησης. Η αιτιολογία έχει να κάνει με την ιδιομορφία του αμφιβληστροειδή ή με προηγηθείσα αποκόλληση υαλοειδούς. Η συμπτωματολογία της ρωγμής ή της οπής είναι από ανύπαρκτη μέχρι την παρουσία μυοψιών και λάμψεων. Πολλές φορές η διάγνωση γίνεται τυχαία στα πλαίσια μίας εξέτασης ρουτίνας. Η εξέλιξη μίας ρωγμής ή οπής προς την αποκόλληση μπορεί να αποφευχθεί με την εφαρμογή LASER φωτοπηξίας, με το οποίο συγκολλούνται τα χείλη της ρωγμής ή οπής οπότε αποκαθίσταται η στεγανοποίηση του αμφιβληστροειδή σε αυτά τα σημεία. Μερικές φορές αυτή η στεγανοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτόματα με την πάροδο του χρόνου από τον ίδιο τον οργανισμό.
Η οπτική νευρίτιδα είναι μία φλεγμονώδης κατάσταση του οπτικού νεύρου η οποία συσχετίζεται συνήθως με συστηματικά νοσήματα όπως η πολλαπλή σκλήρυνση, ιογενείς ή μικροβιακές λοιμώξεις και αυτοάνοσα νοσήματα. Βασικό σύμπτωμα της νόσου είναι η διαταραχή της όρασης με την μορφή άτυπου θαμπώματος που μπορεί να κυμαίνεται από ήπιο μέχρι έντονο στον έναν οφθαλμό (σπάνια συμβαίνει ταυτόχρονα και στους δύο οφθαλμούς) ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να συνοδεύεται και από ήπιο πόνο κυρίως κατά τις οφθαλμικές κινήσεις. Η διάγνωση απαιτεί εξειδικευμένες εξετάσεις
Το φλεβικό δίκτυο του οφθαλμού είναι πλούσιο και αποτελείται από δεκάδες τριχοειδή αγγεία τα οποία συλλέγουν το αίμα που αρδεύει τον οφθαλμό και το διοχετεύουν σε ένα μόνο αγγείο που λέγεται κεντρική φλέβα του αμφιβληστροειδή. Αν η ροή του αίματος σταματήσει σε κάποιο από αυτά τα φλεβικά αγγεία, τότε επέρχεται θρόμβωση η οποία προκαλεί εστιακή ή εκτεταμένη βλάβη του αμφιβληστροειδή (οίδημα και αιμορραγία) με αντίστοιχη μείωση της όρασης, ανάλογη με την εντόπιση και το μέγεθος του αγγείου που υπέστη την θρόμβωση. Οι συνηθέστερες αιτίες που οδηγούν σε θρόμβωση είναι η παρουσία μικροεμβόλων στην κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας καρδιαγγειακών διαταραχών, η αυξημένη πηκτικότητα του αίματος, η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση και οι ανατομικές ιδιαιτερότητες του οφθαλμού. Πρόκειται για επείγουσα κατάσταση που απαιτεί συστηματικό κλινικοεργαστηριακό έλεγχο προκειμένου να διαπιστωθεί η ακριβής αιτία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Αποκλείοντας τους πιθανούς αιτιολογικούς παράγοντες και ενισχύοντας φαρμακευτικά την ροή του αίματος μπορούμε να βοηθήσουμε τον οργανισμό να αποκαταστήσει το πρόβλημα σε κάποιον βαθμό.
Η απόφραξη της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδή είναι πολύ σοβαρή κατάσταση και επιφέρει μη αναστρέψιμη τύφλωση. Αν η απόφραξη αφορά μικρότερους αρτηριακούς κλάδους τότε η βλάβη είναι εντοπισμένη και η επίπτωση στην όραση περιορισμένη. Η κύρια αιτία πρόκλησης τέτοιων αποφράξεων είναι η παρουσία μικροεμβόλων που σχηματίζονται σε διάφορα σημεία του αγγειακού δικτύου του οργανισμού από διάφορες αιτίες (π.χ. αυξημένη πηκτικότητα του αίματος, μαρμαρυγή, βαλβιδοπάθειες), ή από μηχανική πίεση που ασκείται στην οφθαλμική αρτηρία (π.χ. οίδημα οπτικού νεύρου, ανευρύσματα και όγκοι κόγχου, τραυματισμοί).
Η αιμορραγία μπορεί να αφορά την εξωτερική επιφάνεια του οφθαλμού οπότε είναι έκδηλη, ή να είναι εσωτερική οπότε δεν είναι εμφανής. Το εξωτερικό αιμάτωμα ονομάζεται υπόσφαγμα, και μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό του οφθαλμού ή σε αυτόματη ρήξη ενός αγγείου του επιπεφυκότα, λόγω παροδικής αύξησης της αρτηριακής πίεσης ή λόγω απότομης αλλαγής της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Η συχνότητα εμφάνισης ενός τέτοιου αιματώματος σχετίζεται και με την πιθανή λήψη αντιπηκτικής αγωγής. Το υπόσφαγμα δεν χρειάζεται ειδική θεραπευτική αγωγή διότι αυτοϊάται και απορροφάται σε λίγες ημέρες. Η εσωτερική αιμορραγία αφορά τον πρόσθιο ή τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού και οφείλεται σε διάφορες αιτίες όπως: αγγειοπάθειες, σακχαρώδης διαβήτης, εκφύλιση ωχράς κηλίδας, προηγηθέν χειρουργείο, αποκόλληση υαλοειδούς ή αμφιβληστροειδούς. Η αντιμετώπιση καθορίζεται από την αιτία και μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική.
Αν ο όγκος είναι καλοήθης, απλά παρακολουθείται και αφαιρείται χειρουργικά μόνο αν η εξέλιξή του είναι ύποπτη ή για αισθητικούς λόγους. Αν ο όγκος είναι εξαρχής κακοήθης τότε αφαιρείται χειρουργικά και αποστέλλεται για βιοψία ώστε να επιβεβαιωθεί αφενός μεν ο τύπος της κακοήθειας και αφετέρου ότι η αφαίρεση έγινε επί υγιούς ιστού. Σε εξαιρετικά κακοήθεις όγκους όπου απειλείται ακόμη και η ίδια η ζωή του ασθενή (π.χ. ρετινοβλάστωμα), χρειάζεται να γίνει εξόρυξη του οφθαλμού, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι αναγκαία και η ακτινοθεραπεία.
Παρακαλώ επικοινωνήστε με την κεντρική γραμματεία για να κλείσετε ραντεβού στο σημείο που σας εξυπηρετεί:
Γεώργιος Μ. Τομαής, MD, PhD
Χειρουργός Οφθαλμίατρος