Η μυωπία αντιμετωπίζεται αρχικά με χρήση γυαλιών και σε μεγαλύτερη ηλικία (περίπου >14 ετών) μπορεί να συνδυαστεί με χρήση φακών επαφής. Μετά τα 20 έτη που συνήθως έχει σταθεροποιηθεί η μυωπία, μπορεί να πραγματοποιηθεί εφαρμογή Laser ή τοποθέτηση ενδοφακών, ανάλογα με τον βαθμό μυωπίας και την καταλληλότητα των ματιών. Οι επεμβάσεις διόρθωσης της μυωπίας πραγματοποιούνται με τοπική αναισθησία και διαρκούν περίπου 15 λεπτά για τον κάθε οφθαλμό. Ο ασθενής επανέρχεται στις καθημερινές του δραστηριότητες από την επομένη της επέμβασης, ενώ η μετεγχειρητική χρήση κολλυρίων ποικίλει από δύο εβδομάδες μέχρι δύο μήνες.
Η υπερμετρωπία αντιμετωπίζεται αρχικά με χρήση γυαλιών και σε μεγαλύτερη ηλικία (περίπου >14 ετών) μπορεί να συνδυαστεί με χρήση φακών επαφής. Μετά τα 20 έτη που συνήθως σταθεροποιείται η υπερμετρωπία, μπορεί να πραγματοποιηθεί εφαρμογή Laser ή τοποθέτηση ενδοφακών, ανάλογα με τον βαθμό της υπερμετρωπίας και την καταλληλότητα των ματιών. Οι επεμβάσεις διόρθωσης της υπερμετρωπίας πραγματοποιούνται με τοπική αναισθησία και διαρκούν περίπου 15 λεπτά για τον κάθε οφθαλμό. Ο ασθενής επανέρχεται στις καθημερινές του δραστηριότητες από την επομένη της επέμβασης, ενώ η μετεγχειρητική χρήση κολλυρίων ποικίλει από δύο εβδομάδες μέχρι δύο μήνες.
Ο αστιγματισμός αντιμετωπίζεται αρχικά με χρήση γυαλιών και σε μεγαλύτερη ηλικία (περίπου >14 ετών) μπορεί να συνδυαστεί με χρήση φακών επαφής. Μετά τα 20 έτη που συνήθως σταθεροποιείται ο αστιγματισμός, μπορεί να πραγματοποιηθεί εφαρμογή Laser ή τοποθέτηση ενδοφακών, ανάλογα με τον βαθμό και την καταλληλότητα των ματιών. Οι επεμβάσεις διόρθωσης του αστιγματισμού πραγματοποιούνται με τοπική αναισθησία και διαρκούν περίπου 15 λεπτά για τον κάθε οφθαλμό. Ο ασθενής επανέρχεται στις καθημερινές του δραστηριότητες από την επομένη της επέμβασης, ενώ η μετεγχειρητική χρήση κολλυρίων ποικίλει από δύο εβδομάδες μέχρι δύο μήνες.
Η πρεσβυωπία αντιμετωπίζεται αρχικά με χρήση γυαλιών και μπορεί να συνδυαστεί με χρήση φακών επαφής. Χειρουργικά αντιμετωπίζεται με εφαρμογή Laser ή τοποθέτηση ενδοφακών. Οι επεμβάσεις διόρθωσης της πρεσβυωπίας πραγματοποιούνται με τοπική αναισθησία και διαρκούν περίπου 15 λεπτά για τον κάθε οφθαλμό. Ο ασθενής επανέρχεται στις καθημερινές του δραστηριότητες από την επομένη της επέμβασης, ενώ η μετεγχειρητική χρήση κολλυρίων ποικίλει από δύο εβδομάδες μέχρι δύο μήνες.
Ο καταρράκτης αντιμετωπίζεται μόνο χειρουργικά. Κατά καιρούς έχουν κυκλοφορήσει διάφορα σκευάσματα κολλυρίων τα οποία υπόσχονται διακοπή της εξέλιξης του καταρράκτη αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Η επέμβαση του καταρράκτη πραγματοποιείται με την σύγχρονη τεχνολογία των υπερήχων, γνωστή και ως φακοθρυψία. Γίνεται με τοπική αναισθησία (με σταγόνες), χωρίς ενέσεις, υπό την επίβλεψη αναισθησιολόγου, και ολοκληρώνεται περίπου σε 15-20 λεπτά για το κάθε μάτι. Στο τελικό στάδιο της επέμβασης τοποθετείται τεχνητός φακός (ενδοφακός) στην θέση που υπήρχε ο καταρράκτης, ώστε να αποκατασταθεί πλήρως η όραση του ασθενή. Υπάρχουν πολλοί τύποι ενδοφακών, ανάλογα με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ασθενή, με στόχο πάντα την πλήρη απεξάρτησή του από την χρήση γυαλιών, τόσο για μακριά όσο και για κοντά.
Μετά την επέμβαση ο ασθενής αποχωρεί από την κλινική και το αποτέλεσμα της επέμβασης είναι ήδη εμφανές από το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Από την επομένη μπορεί να επανέλθει στις βασικές καθημερινές δραστηριότητές του, ενώ η μετεγχειρητική χρήση κολλυρίων περιορίζεται στις τρεις εβδομάδες περίπου.
Θεραπεία του γλαυκώματος με την έννοια της αποκατάστασης της όρασης δεν υφίσταται, διότι η γλαυκωματικές βλάβες είναι μόνιμες και μη αναστρέψιμες. Στην πραγματικότητα λοιπόν μιλάμε για «προληπτική θεραπεία», που στόχο έχει την επιβράδυνση της εξέλιξης της γλαυκωματικής βλάβης.
Η πρώτη επιλογή προληπτικής θεραπείας είναι η χρήση αντιγλαυκωματικών κολλυρίων, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δώσει θεαματικά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου η επέμβαση του γλαυκώματος προορίζεται μόνο για τους γλαυκωματικούς ασθενείς που δεν μπορούν να ρυθμίσουν την ενδοφθάλμια πίεσή τους με χρήση κολλυρίων. Όπως και με τα κολλύρια, έτσι και με την επέμβαση ο στόχος είναι να πετύχουμε όσο το δυνατόν χαμηλότερες πιέσεις ώστε να επιβραδύνουμε την εξέλιξη της γλαυκωματικής βλάβης. Η επέμβαση του γλαυκώματος πραγματοποιείται με διάφορες τεχνικές, με ή χωρίς την χρήση βαλβίδας, και στόχο έχει την δημιουργία παροχέτευσης του ενδοφθάλμιου υγρού ώστε να εκτονώνεται η ενδοφθάλμια πίεση. Γίνεται με τοπική αναισθησία υπό την επίβλεψη αναισθησιολόγου και διαρκεί περίπου 40-60 λεπτά. Μετά την επέμβαση ο ασθενής αποχωρεί από την κλινική και επανέρχεται στις καθημερινές του δραστηριότητες όταν σταθεροποιηθεί η μετεγχειρητική ενδοφθάλμια πίεση (συνήθως σε 1 εβδομάδα). Η μετεγχειρητική χρήση κολλυρίων ποικίλει από τρεις εβδομάδες μέχρι δύο μήνες.
Η μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης μπορεί να πραγματοποιηθεί και με την χρήση ειδικού Laser (SLT), χωρίς χειρουργείο, εφόσον όμως η κατάσταση του γλαυκώματος το επιτρέπει. Το SLT αποτελεί μία πραγματική επανάσταση στην αντιμετώπιση του γλαυκώματος, διότι προσφέρει γρήγορα, ανώδυνα και με ασφάλεια μία μη χειρουργική λύση στην προσπάθεια μείωσης της ενδοφθάλμιας πίεσης, και αφορά τόσο αυτούς που ξεκινούν μια αντιγλαυκωματική θεραπεία, όσο και αυτούς που βρίσκονται στο προεγχειρητικό στάδιο.
Η θεραπεία της ξηροφθαλμίας εξαρτάται από την βαρύτητα και την αιτιολογία της. Στις απλές περιπτώσεις είναι αρκετή η χρήση τεχνητών δακρύων, η οποία σε συνδυασμό με την βελτίωση των συνθηκών εργασίας και περιβάλλοντος, μπορούν να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις απαιτείται επιπρόσθετα η εφαρμογή ειδικών πωμάτων σιλικόνης στα αποχετευτικά σωληνάρια των ματιών, η οποία γίνεται πολύ γρήγορα και ανώδυνα στο ιατρείο. Σε παθολογικές περιπτώσεις ξηροφθαλμίας που οφείλονται σε συστηματικές παθήσεις (π.χ. σ. Sjogren’s) είναι απαραίτητη η χρήση ειδικών ανοσοκατασταλτικών κολλυρίων, ενώ όταν η ξηροφθαλμία συνδυάζεται με διαταραχή λειτουργίας των σμηγματογόνων αδένων των βλεφάρων (μεϊβομιανίτιδα), σημαντική επίδραση έχει η εφαρμογή ειδικού Laser (LPI) που βελτιώνει την λειτουργία των αδένων αυτών.
Η απλή επιπεφυκίτιδα τις περισσότερες φορές αυτοπεριορίζεται και δεν χρειάζεται ειδική θεραπεία. Όταν όμως είναι πιο σοβαρή και επιμένει τότε απαιτείται χρήση κολλυρίων με αντιβιοτική ή αντιφλεγμονώδη δράση για μερικές ημέρες ή εβδομάδες, ανάλογα με την αιτία και την βαρύτητα. Συμπληρωματικά μπορεί να βοηθήσει και η παράλληλη χρήση τεχνητών δακρύων.
Η βλεφαρίτιδα είναι μία χρόνια κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από υφέσεις και εξάρσεις, οφειλόμενη σε δυσλειτουργία των σμηγματογόνων αδένων των βλεφάρων (μεϊβομιανών), καθώς και στην παρουσία ενός παράσιτου που είναι εγκατεστημένο στις ρίζες των βλεφαρίδων (Demodex). H θεραπεία της συνίσταται στον επαναλαμβανόμενο καθαρισμό των βλεφαρικών χειλέων με ειδικά καθαριστικά και αντιπαρασιτικά διαλύματα, και σε σοβαρότερες περιπτώσεις με συστηματική λήψη αντιβιοτικών χαπιών. Επειδή η βλεφαρίτιδα συνοδεύεται από χρόνια ξηροφθαλμία, είναι αναγκαία και η ταυτόχρονη αντιμετώπιση αυτής όπως αναφέρεται στο σχετικό κείμενο.
Επειδή με τον όρο κερατίτιδα αναφερόμαστε σε μία μεγάλη σειρά παθήσεων του κερατοειδούς, η θεραπεία ποικίλει και πολλές φορές χρειάζεται τροποποίηση στην πορεία της νόσου. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη μίας κερατίτιδας παίζει η έγκαιρη ταυτοποίηση της αιτίας και η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση. Γενικά οι κερατίτιδες διακρίνονται σε φλεγμονώδεις και μη φλεγμονώδεις. Οι φλεγμονώδεις μπορεί να οφείλονται σε λοιμογόνους παράγοντες, οπότε απαιτούν συγκεκριμένη αντιβιοτική και αντιφλεγμονώδη θεραπεία, και σε μη λοιμογόνους οπότε αντιμετωπίζονται μόνο με αντιφλεγμονώδη αγωγή. Οι μη φλεγμονώδεις κερατίτιδες χρήζουν εξατομικευμένης αντιμετώπισης, που μπορεί να είναι φαρμακευτική ή χειρουργική.
Μία ειδική κατηγορία παθήσεων του κερατοειδούς αποτελούν οι μόνιμες και μη αναστρέψιμες θολερότητες που προέρχονται από συγγενείς η επίκτητες βλάβες του κερατοειδή και οι οποίες αντιμετωπίζονται με χειρουργική αποκατάσταση με Laser ή μεταμόσχευση. Πρόκειται για εξειδικευμένες επεμβάσεις που απαιτούν εμπεριστατωμένη μελέτη και αναλυτική συζήτηση με τον ασθενή αναφορικά με τα πιθανά αποτελέσματα.
Η φλεγμονή του δακρυικού ασκού απαιτεί αντιμικροβιακή και αντιφλεγμονώδη αγωγή τόσο τοπικά όσο και συστηματικά. Οι υποτροπές ωστόσο είναι πολύ συχνές, οφειλόμενες συνήθως στην μη βατότητα του σύστοιχου δακρυικού πόρου. Σε αυτήν την περίπτωση η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η χειρουργική αποκατάσταση (δακρυο-ασκορρινοστομία), με την οποία δημιουργείται μία νέα δίοδος μεταφοράς των δακρύων από την εξωτερική επιφάνεια του οφθαλμού στην αντίστοιχη ρινική κοιλότητα. Πρόκειται για μία επέμβαση που γίνεται είτε με εξωτερική προσπέλαση είτε με εσωτερική από την ρινική κοιλότητα (ενδοσκοπικά), με τοπική ή γενική αναισθησία και διαρκεί περίπου 1 ώρα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει υποχωρήσει η φλεγμονή. Μετά την επέμβαση ο ασθενής εξέρχεται αυθημερόν και από την επομένη επανέρχεται στις δραστηριότητές του.
Η δακρύρροια που οφείλεται σε ερεθιστικούς ή φλεγμονώδεις παράγοντες (π.χ. ύπαρξη ξένου σώματος ή επιπεφυκίτιδα) αντιμετωπίζεται αντίστοιχα με την άρση του συγκεκριμένου αιτίου σε συνδυασμό με αντιφλεγμονώδη ή αντιβιοτικά κολλύρια. Η δακρύρροια που οφείλεται σε διαταραχές των βλεφάρων ή σε στένωση του σύστοιχου δακρυικού σημείου, αντιμετωπίζεται με βλεφαροπλαστική επέμβαση υπό τοπική αναισθησία. Η επέμβαση διαρκεί περίπου 30 λεπτά και ο ασθενής εξέρχεται αυθημερόν. Τέλος στην περίπτωση απόφραξης του ρινοδακρυικού πόρου η αντιμετώπιση γίνεται με την επέμβαση της δακρυοασκορρινοστομίας, όπως αναφέρεται στο κείμενο της δακρυοκυστίτιδας.
Η θεραπεία του χαλαζίου είναι αρχικά συντηρητική, με χρήση αντιβιοτικών και αντιφλεγμονωδών οφθαλμικών αλοιφών, και εφόσον υποτροπιάζει ή ανθίσταται στην θεραπεία, χειρουργείται και αποκαθίσταται πλήρως. Η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία, και διαρκεί περίπου 15 λεπτά. Η κριθή αντιμετωπίζεται επαρκώς με παρόμοια συντηρητική αγωγή και πολύ σπάνια χρήζει χειρουργικής αποκατάστασης.
Η πτώση του βλεφάρου είναι μία κατάσταση που αντιμετωπίζεται για δύο λόγους: 1) αισθητικούς και 2) λειτουργικούς, δηλαδή όταν περιορίζεται η όραση. Και στις δύο περιπτώσεις η αποκατάσταση είναι χειρουργική. Η επέμβαση ονομάζεται βλεφαροπλαστική, γίνεται με τοπική αναισθησία και διαρκεί περίπου 40 λεπτά για το κάθε βλέφαρο. Ο ασθενής εξέρχεται αυθημερόν. Τις πρώτες ημέρες υπάρχει ένα ήπιο οίδημα στο χειρουργημένο βλέφαρο, το οποίο αποκαθίσταται σταδιακά.
Ο βλεφαρόσπασμος αντιμετωπίζεται με έγχυση βοτουλινικής τοξίνης (BOTOX) στην αντίστοιχη περιοχή γύρω από τα βλέφαρα, με χρήση πολύ μικρής βελόνας. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές τις επόμενες ημέρες και διαρκεί 3-4 μήνες, οπότε και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία, χωρίς κίνδυνο παρενεργειών.
Αντιμετωπίζονται χειρουργικά με βλεφαροπλαστική επέμβαση και η αποκατάσταση είναι πλήρης. Γίνεται με τοπική αναισθησία και διαρκεί περίπου 40 λεπτά για το κάθε βλέφαρο. Ο ασθενής εξέρχεται αυθημερόν. Τις πρώτες ημέρες υπάρχει ένα ήπιο οίδημα στο χειρουργημένο βλέφαρο, το οποίο αποκαθίσταται σταδιακά. Σε κάποιες περιπτώσεις μετεγχειρητικού εντρόπιου, η έγχυση βοτουλινικής τοξίνης (BOTOX) στο πάσχον βλέφαρο δίνει πολύ καλά αποτελέσματα για μερικούς μήνες, οπότε και μπορεί να επαναληφθεί.
Η αδυναμία των βλεφάρων να κλείσουν ερμητικά προκαλεί διαταραχές χρόνιας ξηροφθαλμίας στον ασθενή η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές. Επειδή η αιτία που έχει προκαλέσει τον λαγόφθαλμο μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμη, επιλέγεται μία τεχνική αποκατάστασης που να είναι αναστρέψιμη. Δύο είναι οι βασικές τεχνικές. Στην πρώτη πραγματοποιείται μερική συρραφή και συγκόλληση των δύο βλεφάρων μεταξύ τους, από την έξω γωνία του ματιού μέχρι την μέση περίπου (ταρσορραφή), αφήνοντας ένα μικρό κενό ώστε να μπορεί ο ασθενής να βλέπει. Στην δεύτερη πραγματοποιείται μία τεχνητή πτώση του άνω βλεφάρου με έγχυση βοτουλινικής τοξίνης (ΒΟΤΟΧ) στο άνω βλέφαρο ή την τοποθέτηση ενός μεταλλικού σώματος (συνήθως από χρυσό) κάτω από το δέρμα του βλεφάρου, το οποίο λόγω βαρύτητας συμπαρασύρει το βλέφαρο προς τα κάτω. Και οι δύο επεμβάσεις γίνονται με τοπική αναισθησία, διαρκούν περίπου 45 λεπτά και ο ασθενής εξέρχεται αυθημερόν.
Η επέμβαση του στραβισμού περιλαμβάνει την απόσπαση και επανατοποθέτηση των εξοφθάλμιων μυών σε διαφορετική θέση, ώστε να πετύχουμε την αρμονική μετακίνηση των οφθαλμικών βολβών με στόχο την ευθυγράμμισή τους. Πρόκειται για μία επέμβαση που γίνεται σε διάφορες ηλικίες, ξεκινώντας περίπου από τα 2 έτη, ανάλογα με τον τύπο και την σοβαρότητα του στραβισμού. Γίνεται με τοπική ή γενική αναισθησία, και διαρκεί περίπου 1 ώρα. Μετά την επέμβαση ο ασθενής αποχωρεί από την κλινική και από την επομένη επανέρχεται στις δραστηριότητές του. Μερικές φορές απαιτείται επανεπέμβαση, ανάλογα με την επίτευξη του τελικού στόχου. Η διπλωπία που προκαλεί συνήθως ο στραβισμός μπορεί προσωρινά πριν το χειρουργείο να αντιμετωπισθεί με χρήση ειδικών πρισματικών γυαλιών.
Ο οφθαλμικός κόγχος περιλαμβάνει διάφορα ανατομικά στοιχεία των οποίων η παθολογία προσδιορίζει και την θεραπευτική προσέγγιση. Άλλες φορές η αντιμετώπιση είναι συντηρητική και περιλαμβάνει συστηματική ή τοπική θεραπεία ανάλογα με την αιτία π.χ. ρύθμιση θυρεοειδοπάθειας, οφθαλμικής υπερτονίας και ξηροφθαλμίας, και άλλες φορές απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση όπως π.χ. κάταγμα κόγχου, σοβαρός εξόφθαλμος με βλάβες από το οπτικό νεύρο, στραβισμός, όγκοι, ανευρύσματα κ.ά.
Με τον γενικό όρο ιριδοκυκλίτιδα περιλαμβάνουμε οποιαδήποτε φλεγμονή στο εσωτερικό του οφθαλμικού βολβού. Ωστόσο υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες φλεγμονών ανάλογα με την αιτία και την εντόπισή τους μέσα στον βολβό. Γενικά πάντως η αντιμετώπιση είναι συνήθως συντηρητική και μπορεί να περιλαμβάνει τοπική ή συστηματική θεραπεία με αντιφλεγμονώδη (στεροειδή ή μη στεροειδή), αντιβιοτικά ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Επίσης πολύ συχνά απαιτείται αντιμετώπιση των πιθανών επιπλοκών μιας ιριδοκυκλίτιδας όπως π.χ. γλαύκωμα ή αμφιβληστροειδοπάθεια. Χειρουργική επέμβαση θα χρειαστεί για την άρση κάποιου αιτιοπαθογενετικού παράγοντα της φλεγμονής π.χ. καταρράκτης, αφαίρεση ενδοφακού, ή για την υποβοήθηση της συντηρητικής θεραπείας π.χ. υαλοειδεκτομή.
Η ωχρά κηλίδα αποτελεί το πιο σημαντικό τμήμα του αμφιβληστροειδή και ως εκ τούτου οποιαδήποτε διαταραχή της προκαλεί άμεσα πτώση στην όραση. Παθήσεις όπως το οίδημα και η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας αντιμετωπίζονται συντηρητικά δηλαδή με χρήση φαρμάκων τα οποία λαμβάνονται είτε με μορφή τοπικών σταγόνων, είτε με ενέσιμη έγχυση στον βολβό. Υποβοηθητικά μπορεί να χρειαστεί η λήψη φαρμάκων ή συμπληρωμάτων διατροφής από το στόμα. Παθήσεις όπως η διαβητική ωχροπάθεια αντιμετωπίζονται με ενδοβόλβια έγχυση φαρμάκων ή με χρήση Laser, ενώ η επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη, η αποκόλληση και η οπή της ωχράς κηλίδας χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης. Τέλος σε ότι αφορά τις γενετικές παθήσεις της ωχράς κηλίδας, δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη ουσιαστική θεραπεία.
Στα αρχικά στάδια η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια δεν χρειάζεται ειδική θεραπεία πέραν της πολύ καλής ρύθμισης των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα. Σε πιο προχωρημένα στάδια όμως απαιτείται εφαρμογή Laser ή ενδοβόλβια έγχυση φαρμάκων, με πολύ καλά αποτελέσματα. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές όπως το οίδημα της ωχράς κηλίδας, η ενδοϋαλοειδική αιμορραγία και η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, οι οποίες αντιμετωπίζονται χειρουργικά.
Η αποκόλληση του υαλοειδούς είναι μη αναστρέψιμη κατάσταση. Τα συμπτώματά της που είναι οι μυοψίες και οι φωτοψίες επίσης δεν αντιμετωπίζονται με κάποια φαρμακευτική αγωγή αν και κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορα σκευάσματα και Laser με αμφίβολα όμως αποτελέσματα. Οι πιθανές επιπλοκές της αποκόλλησης του υαλοειδούς όπως η ενδοϋαλοειδική αιμορραγία, η ρωγμή και η αποκόλληση του αμφιβληστροειδή αντιμετωπίζονται με Laser ή χειρουργικά.
Η αντιμετώπιση της αποκόλλησης του αμφιβληστροειδή είναι μόνο χειρουργική. Η επέμβαση είναι σχετικά επείγουσα διότι κάθε καθυστέρηση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το τελικό αποτέλεσμα. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές ανάλογα με την βαρύτητα και την μορφή της αποκόλλησης. Είναι χειρουργείο μίας ημέρας, γίνεται με τοπική αναισθησία και ο ασθενής φεύγει αυθημερόν για το σπίτι του. Υπάρχει πάντα πιθανότητα υποτροπής της αποκόλλησης οπότε θα απαιτηθεί δεύτερη επέμβαση αποκατάστασης.
Η αντιμετώπιση της ρωγμής ή της οπής γίνεται στο ιατρείο με χρήση Laser και είναι σχετικά επείγουσα διότι μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε αποκόλληση του αμφιβληστροειδή. Αρκετές ρωγμές ή οπές δεν δίνουν ειδικά συμπτώματα, ενώ ένας μικρός αριθμός από αυτές είναι δυνατόν να αυτοϊαθούν.
Η οπτική νευρίτιδα αντιμετωπίζεται αιτιολογικά δηλαδή με βάση την αιτία που την προκάλεσε. Η αντιμετώπιση είναι πάντα συντηρητική και στοχεύει στην αντιφλεγμονώδη ή ανοσοκατασταλτική αγωγή, στην βελτίωση της αιμάτωσης του οπτικού νεύρου και στον έλεγχο της ενδοφθάλμιας πίεσης.
Η αντιμετώπιση είναι υποβοηθητική διότι δεν υπάρχει αποτελεσματικός και άμεσος τρόπος διάνοιξης του αποφραγμένου φλεβικού κλάδου για την αποκατάσταση της αιματικής ροής.
Φροντίζουμε γενικά να ελέγξουμε τον πιθανό αιτιοπαθογενετικό παράγοντα, που συνήθως σχετίζεται με το καρδιαγγειακό σύστημα, ενώ παράλληλα ελέγχουμε την ενδοφθάλμια πίεση και βελτιώνουμε την μικροκυκλοφορία του οφθαλμού. Οι πιθανές επιπλοκές από μία φλεβική θρόμβωση αντιμετωπίζονται με Laser ή ενδοβολβική έγχυση φαρμάκων.
Η αντιμετώπιση είναι υποβοηθητική διότι δεν υπάρχει αποτελεσματικός και άμεσος τρόπος διάνοιξης του αποφραγμένου αρτηριακού κλάδου για την αποκατάσταση της αιματικής ροής. Φροντίζουμε γενικά να ελέγξουμε τον πιθανό αιτιοπαθογενετικό παράγοντα, που συνήθως σχετίζεται με το καρδιαγγειακό σύστημα, ενώ παράλληλα ελέγχουμε την ενδοφθάλμια πίεση.
Η ενδοφθάλμια αιμορραγία εφόσον είναι μικρής έκτασης αντιμετωπίζεται συντηρητικά ενώ σε μεγάλη αιμορραγία ή αιμορραγία που επιμένει η αντιμετώπιση είναι χειρουργική (υαλοειδεκτομή). Το επιφανειακό αιμάτωμα του οφθαλμού (υπόσφαγμα) δεν χρήζει ειδικής αντιμετώπισης διότι απορροφάται αυτόματα σε λίγες ημέρες.
Γενικά οι όγκοι του οφθαλμού διακρίνονται σε καλοήθεις και κακοήθεις. Η θεραπεία τους είναι καταρχήν χειρουργική, εφόσον η παρακολούθησή τους δείχνει έστω και υποψία κακοήθειας ή για αισθητικούς λόγους. Κάποιοι όγκοι απαιτούν ακτινοθεραπεία, ενώ κάποιοι άλλοι που θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και την ζωή του ασθενούς χρήζουν εξόρυξης του οφθαλμού.
Παρακαλώ επικοινωνήστε με την κεντρική γραμματεία για να κλείσετε ραντεβού στο σημείο που σας εξυπηρετεί:
Γεώργιος Μ. Τομαής, MD, PhD
Χειρουργός Οφθαλμίατρος